σπίρτα

σπίρτα
Λεπτά μακρόστενα κομμάτια ξύλου ή σκληρού χαρτιού, με κεφαλή από εύφλεκτη χημική ουσία στο ένα άκρο τους, που προκαλεί εύκολα φλόγα με την τριβή. Το πρώτο σπίρτο στο σημερινό του σχήμα επινοήθηκε το 1817 από τον Άγγλο φαρμακοποιό Τζον Ουόκερ. Για να ανάψει το έτριβαν σε λεπτό γυαλόχαρτο. Η εμπορική παραγωγή τους με βάση το θείο άρχισε το 1829 από τον Άγγλο Σάμουελ Τζόουνς. Το 1831 ο Γάλλος Σαρλ Σοριά και ο Αυστριακός Στέφεν φον Ρέμερ επέφεραν, ο καθένας χωριστά, μια βασική αλλαγή στην παραγωγή τους, χρησιμοποιώντας λευκό φώσφορο, που έχει χαμηλότερη θερμοκρασία ανάφλεξης. Αργότερα ο κόκκινος φώσφορος αντικατέστησε τον λευκό, γιατί οι ατμοί του δεύτερου προκαλούσαν συχνά δηλητηρίαση στους εργάτες κατασκευής σπίρτων. Η αντικατάσταση αυτή έγινε τελικά διεθνώς υποχρεωτική (1906). Εκτός από τον κοινό τύπο σ. υπάρχουν τα κέρινα, τα βεγγαλικά, με έντονη πράσινη ή κόκκινη φλόγα και εκείνα των οποίων η φλόγα αντέχει στον άνεμο και τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως από ναυτικούς. Φωτογραφίες από σουηδικό εργοστάσιο κατασκευής σπίρτων. Φωτογραφίες από σουηδικό εργοστάσιο κατασκευής σπίρτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) …   Dictionary of Greek

  • καναβόξυλο — και κανναβόξυλο, το [κάν(ν)αβις] το ξυλώδες μέρος τής κάνναβης που απομένει μετά την αφαίρεση τής εσωτερικής «ψίχας» και με το οποίο κατασκεύαζαν άλλοτε σπίρτα …   Dictionary of Greek

  • σπιρτοθήκη — η, Ν θήκη για σπίρτα …   Dictionary of Greek

  • σπιρτοκούτι — και σπιρτόκουτο, το, Ν κουτί με σπίρτα, το οποίο έχει τις πλάγιες επιφάνειες επικαλυμμένες με ειδικό επίχρισμα ώστε να ανάβει το σπίρτο όταν τριφθεί …   Dictionary of Greek

  • φωσφόρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού… …   Dictionary of Greek

  • Άντερσεν, Χανς Κρίστιαν — (Hans Christian Andersen, Όντενσε 1805 – Κοπεγχάγη 1875). Δανός συγγραφέας. Γόνος φτωχής οικογένειας (o πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του πλύστρα), παιδί συνεσταλμένο και άσχημο, συνήθισε να ζει στη μοναξιά (όπως το Ασχημόπαπο,ένα από… …   Dictionary of Greek

  • Ασμάρα — (Äsmara).Πόλη (393.000 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Ερυθραίας. Χτισμένη σε υψόμετρο 2.347 μ., κοντά στο κράσπεδο ενός υψιπέδου που κατεβαίνει ομαλά προς την Ερυθρά θάλασσα, αποτελείται από δύο οικοδομικούς πυρήνες: τον οικισμό των ιθαγενών,… …   Dictionary of Greek

  • Ματζέντα — (Magenta). Πόλη (22.839 κάτ. το 2001) της Ιταλίας στην περιοχή της Λομβαρδίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της χώρας, κοντά στο Μιλάνο. Η Μ. αποτελεί βιομηχανικό κέντρο με υφαντουργεία και κλωστήρια, ενώ κατασκευάζονται επίσης κλειδαριές και… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”